- εξίτηλος
- -η, -ο (AM ἐξίτηλος, -ον)αυτός που έχασε ή μπορεί να χάσει τα χρώματά του, αυτός που ξεβάφει («εξίτηλα γράμματα», «γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοί τε ἦσαν», Παυσ.)αρχ.-μσν.1. εξασθενημένος, αδύνατος2. ματαιόδοξος, υπερήφανος3. μάταιος, ανώφελος, ανόητος4. λιπόψυχοςαρχ.1. χαλασμένος, αλλοιωμένος («εξίτηλος τροφή», Ιπποκρ.)2. (για κρασί) ξεθυμασμένος3. αυτός που εξαφανίστηκε («γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον», Ηρόδ.)4. φρ. «ἐξίτηλος γίγνομαι, εἰμί, καθίσταμαι»α) (για πράξη) λησμονούμαι («ὥστε μηδέπω νῡν ἐξιτήλους εἶναι τὰς συμφοράς», Ισοκρ.)β) (για πρόσ.) ξεπέφτω («ἐξιτήλου ἐόντος», Ιπποκρ.)γ) «ἐξίτηλον ποιῶ τι» — εξαφανίζω, καταστρέφω («ἐξίτηλον ἐποίει τὴν παρρησίαν και ἄχρηστον», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < εξιτός (< έξειμι «εξέρχομαι») με παρέκταση -ηλ- κατά τα νοσηλός, απατηλός].
Dictionary of Greek. 2013.